Συχνές ερωτήσεις για το δίκτυο Natura 2000

Οι περιοχές Natura 2000 έχουν οριστεί ειδικά για να προστατεύουν ένα υποσύνολο των ειδών ή των οικοτόπων που απαριθμούνται στις Ευρωπαϊκές Οδηγίες για τους Οικοτόπους και για τα Πτηνά. Τα είδη αυτά θεωρούνται ευρωπαϊκής σημασίας είτε επειδή είναι απειλούμενα, ευάλωτα, σπάνια ή ενδημικά, είτε επειδή αποτελούν ιδιαίτερα παραδείγματα τυπικών χαρακτηριστικών μιας ή περισσότερων από τις 9 βιογεωγραφικές περιφέρειες της Ευρώπης. Συνολικά υπάρχουν περίπου 2.000 είδη ζώων και 230 είδη οικοτόπων, των οποίων οι περιοχές
πρέπει να οριστούν ως περιοχές Natura 2000.
Από την άλλη πλευρά, οι περιοχές προστασίας της φύσης, τα εθνικά πάρκα ή άλλες εθνικώς προστατευόμενες περιοχές, έχουν συσταθεί αποκλειστικά από την εθνική νομοθεσία και μπορούν να διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Οι περιοχές αυτές μπορούν να επιλέγονται για διάφορους λόγους και να αφορούν είδη και οικοτόπους διαφορετικούς από αυτούς στους οποίους στοχεύει το δίκτυο Natura 2000. Επομένως δεν έχουν το ίδιο καθεστώς όπως οι περιοχές Natura 2000. Παρ’ όλα αυτά, κάποιες εθνικώς προστατευόμενες περιοχές μπορούν να οριστούν επίσης και ως περιοχές Natura 2000, αν είναι σημαντικές για είδη και οικοτόπους που θεωρούνται ευρωπαϊκής σημασίας. Σε αυτές τις περιπτώσεις, εφαρμόζονται οι προβλέψεις των Ευρωπαϊκών Οδηγιών, εκτός αν το εθνικό δίκαιο προβλέπει αυστηρότερο πλαίσιο προστασίας.

Οι περιοχές Natura 2000 επιλέγονται με σκοπό να διασφαλίσουν τη μακροπρόθεσμη επιβίωση ειδών και οικοτόπων που προστατεύονται από τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες για τα Πτηνά και για τους Οικοτόπους. Η επιλογή βασίζεται σε επιστημονικά κριτήρια.
Βάσει των Οδηγιών, τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης οφείλουν να προσδιορίσουν «τις πιο κατάλληλες περιοχές», από πλευράς αριθμού και εμβαδού, ώστε να προστατέψουν τα είδη πουλιών που περιλαμβάνει η αντίστοιχη Οδηγία, καθώς και αποδημητικά είδη.
Οφείλουν επίσης να προσδιορίσουν τις περιοχές που απαιτούνται προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι φυσικοί οικότοποι καθώς και οι οικότοποι των ειδών που περιλαμβάνονται στην αντίστοιχη Οδηγία, απολαμβάνουν καθεστώτος διατήρησης ή, όπου αυτό είναι απαραίτητο, επιστρέφουν σε καθεστώς διατήρησης.
Οι περιοχές επιλέγονται και προτείνονται από τα κράτη-μέλη. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος (European Environment Agency – EEA) βοηθά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να αναλύσει αυτές τις προτάσεις και να αξιολογήσει τη συμβολή τους στην προστασία των ειδών και των οικοτόπων σε βιογεωγραφικό επίπεδο. Αν κριθούν επαρκείς, οι λίστες των περιοχών εγκρίνονται από την Επιτροπή και τα κράτη-μέλη οφείλουν να τις ορίσουν ως Ειδικές Ζώνες Διατήρησης (ΕΖΔ) το συντομότερο δυνατόν και εντός προθεσμίας έξι ετών.
Διάφοροι τύποι οικοσυστημάτων περιλαμβάνονται στις περιοχές Natura 2000, συμπεριλαμβανομένων χερσαίων, γλυκέων υδάτων ή θαλάσσιων οικοσυστημάτων. Ένα οικοσύστημα μπορεί να περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους οικοτόπους και συνήθως φιλοξενεί ποικιλία φυτών και ζώων.
Ωστόσο, κάποια οικοσυστήματα είναι πιο κοινά από άλλα εντός του δικτύου Natura 2000. Για παράδειγμα, τα δασικά οικοσυστήματα αποτελούν το 50% περίπου της επιφάνειας του δικτύου, ενώ τα αγροτικά οικοσυστήματα (βοσκοτόπια και άλλες αγροτικές περιοχές) καλύπτουν το 40% της επιφάνειάς του.
Σήμερα, πάνω από το 7% της θαλάσσιας έκτασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιλαμβάνεται στο δίκτυο Natura 2000 και βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία ώστε να ολοκληρωθεί ο ορισμός των θαλάσσιων περιοχών που θα διασφαλίσουν τη διατήρηση των οικοτόπων και των ειδών που προστατεύονται από τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες.
Οι Ευρωπαϊκές Οδηγίες δεν περιλαμβάνουν λεπτομερή περιγραφή της διαδικασίας επιλογής των περιοχών. Κατά συνέπεια, οι διαδικασίες διαφέρουν μεταξύ των κρατών-μελών, ανάλογα με τη διοικητική τους διάρθρωση. Σε κάποιες περιπτώσεις, ο προσδιορισμός των περιοχών συνοδεύεται από λεπτομερή συζήτηση με ιδιοκτήτες και χρήστες, ωστόσο, σε άλλες περιπτώσεις, η διαβούλευση με τους εμπλεκόμενους είναι πολύ μικρότερη ή απουσιάζει πλήρως.
Αυτό έχει οδηγήσει σε διαφωνίες, σε κάποιες χώρες-μέλη, με αποτέλεσμα να προκύπτουν διάφορα διοικητικά και νομικά εμπόδια που καθυστερούν την υποβολή των προτάσεων. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ωστόσο δεν έχει καμία ανάμιξη σε αυτό το στάδιο και καμία αρμοδιότητα να παρέμβει στις διαφορετικές διαδικασίες που ακολουθούνται από τα κράτη-μέλη.
Σε ό,τι αφορά την ανάλυση των εθνικών Τόπων Κοινοτικής Σημασίας και την επιλογή τους σε βιογεωγραφικό επίπεδο, αυτή γίνεται με διαφάνεια, μέσα από επιστημονικά σεμινάρια που οργανώνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με την υποστήριξη του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος. Σε αυτά τα σεμινάρια δίνεται η δυνατότητα τόσο στα κράτη-μέλη όσο και σε ειδικούς που αντιπροσωπεύουν τα συμφέροντα των εμπλεκομένων -ιδιοκτητών ή χρηστών ή ακόμα και περιβαλλοντικών Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων- να συμμετέχουν.
Ο ορισμός και η επιλογή των περιοχών ως υπό ένταξη στο δίκτυο Natura 2000 γίνεται αποκλειστικά με επιστημονικά κριτήρια, σύμφωνα με όσα ορίζουν οι δύο Ευρωπαϊκές Οδηγίες. Αυτό διασφαλίζει ότι:

  • μόνο οι πιο κατάλληλες περιοχές επιλέγονται για ένταξη στο δίκτυο Natura 2000
  • ένας επαρκής αριθμός περιοχών εντάσσεται στο δίκτυο Natura 2000, ώστε να διασφαλίζεται μακροπρόθεσμα η επιβίωση των προβλεπόμενων ειδών και οικοτόπων σε όλη τους την έκταση εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αν δεν συμπεριληφθούν οι πλέον κατάλληλες περιοχές ή αν ο αριθμός τους δεν είναι επαρκής, τότε διασπάται η οικολογική συνοχή του δικτύου Natura 2000, το οποίο δεν θα είναι σε θέση να υπηρετήσει τους στόχους που θέτουν οι δύο Ευρωπαϊκές Οδηγίες.

Έτσι, δεν λαμβάνονται υπόψη κοινωνικές ή οικονομικές παράμετροι κατά την επιλογή των περιοχών. Αποτελούν όμως βασικό στοιχείο όταν αποφασίζεται ο τρόπος με τον οποίο θα διοικείται και θα προστατεύεται μια περιοχή Natura 2000. Εξάλλου, το Άρθρο 2 της Οδηγίας για τους Οικοτόπους καθιστά σαφές ότι κατά τον σχεδιασμό των μέτρων που λαμβάνονται στα πλαίσια της Οδηγίας, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δεδομένα και τα τοπικά χαρακτηριστικά.

Μια περιοχή μπορεί να αφαιρεθεί από το δίκτυο Natura 2000 μόνο αν πάψει, λόγω φυσικών εξελίξεων, να έχει αξία σε επίπεδο προστασίας. Ωστόσο, η απλή υποβάθμιση μιας περιοχής π.χ. λόγω ανεπαρκούς διαχείρισης, πιθανόν να συνιστά παραβίαση των Οδηγιών και, ως εκ τούτου, τέτοιες περιοχές δε μπορούν να αφαιρεθούν απλά και μόνο επειδή δεν υπήρξε σωστή διαχείριση.
Ωστόσο, περιοχές για τις οποίες αποδεικνύεται ότι ο αρχικός χαρακτηρισμός (ή οριοθέτηση) υπήρξε λανθασμένος, μπορούν να τροποποιηθούν ή να αφαιρεθούν. Οποιαδήποτε πρόταση ενός κράτους-μέλους για μια τέτοια τροποποίηση, μπορεί να εγκριθεί μόνο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και μόνο αν είναι επιστημονικά τεκμηριωμένη.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με τη συνδρομή του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος, έχει δημιουργήσει έναν δημόσιο και διαδικτυακά διαθέσιμο χάρτη, ο οποίος δίνει την ακριβή θέση κάθε περιοχής Natura 2000 εντός της Ε.Ε. Ο χρήστης μπορεί να αναζητήσει οποιαδήποτε περιοχή, οπουδήποτε στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα όρια των περιοχών αυτών και τα βασικά γεωφυσικά χαρακτηριστικά τους είναι ευδιάκριτα, χάρη στη μεγάλη κλίμακα των χαρτών.
Ο χάρτης παρέχει επίσης πληροφορίες για τα είδη και τους οικοτόπους Ευρωπαϊκής σημασίας, βάσει των οποίων κάθε περιοχή χαρακτηρίστηκε ως περιοχή Natura 2000, μαζί με στοιχεία για τους πληθυσμούς αυτών των ειδών και τον βαθμό προστασίας τους κατά τη στιγμή του χαρακτηρισμού εκάστης περιοχής.
Λεπτομερέστερη ενημέρωση για τις περιοχές Natura είναι επίσης διαθέσιμη από τις αρμόδιες αρχές κάθε κράτους-μέλους.
Περισσότερες πληροφορίες εδώ:

Natura 2000 viewer
Access to Natura 2000 data
Natura 2000 in all Member States

Ο κόσμος συχνά συνδέει την προστασία της φύσης με τη λήψη αυστηρών μέτρων τα οποία αποκλείουν κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα. Το δίκτυο Natura 2000 υιοθετεί μια διαφορετική προσέγγιση. Αναγνωρίζει πλήρως ότι ο άνθρωπος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της φύσης και ότι από την αρμονική τους συνύπαρξη μπορεί να υπάρξει αμοιβαίο όφελος.
Επομένως, ο καθορισμός των περιοχών Natura 2000 δεν σημαίνει ότι πρέπει να διακοπεί κάθε οικονομική δραστηριότητα. Σε κάποιες περιπτώσεις, μπορεί πράγματι να χρειαστούν αλλαγές και προσαρμογές ώστε να προστατευθούν τα είδη και οι οικότοποι, για χάρη των οποίων μια περιοχή εντάχθηκε στο δίκτυο Natura 2000. Αλλά σε πολλές άλλες περιπτώσεις, οι υπάρχουσες δραστηριότητες μπορούν να συνεχιστούν όπως και πριν.
Επί της ουσίας, σε πολλές περιοχές η προστασία ειδών και οικοτόπων μπορεί να είναι απόλυτα εξαρτημένη από τη συνέχιση αυτών των δραστηριοτήτων. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι σημαντικό να συνεχίζεται αυτή η υποστήριξη και, όπου χρειάζεται, να ενισχύονται αυτές οι δραστηριότητες, όπως π.χ. ο τακτικός θερισμός, η βόσκηση ή η ελεγχόμενη εκθάμνωση.

Κατά συνέπεια δεν είναι δυνατόν να γενικεύσουμε. Πολλά εξαρτώνται από τις ιδιαίτερες περιβαλλοντικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες σε κάθε περιοχή και από τις ειδικές οικολογικές απαιτήσεις κάθε είδους ή οικοτόπου. Αυτό μπορεί να εκτιμηθεί μόνο κατά περίπτωση.

Η συνέχιση παραδοσιακών δραστηριοτήτων μπορεί να επιτραπεί αν δεν έχουν αρνητικό αντίκτυπο στα είδη και τους οικοτόπους, για χάρη των οποίων μια περιοχή χαρακτηρίστηκε ως Natura 2000. Και σε αυτή την περίπτωση, χρειάζεται να αξιολογηθεί κάθε περίπτωση ξεχωριστά. Μόνο τότε θα είναι ξεκάθαρο αν υπάρχει αντίκτυπος ή όχι. Αν υπάρχει αρνητικός αντίκτυπος, τότε οι σχετικές μελέτες θα βοηθήσουν να υπολογιστεί το ακριβές του μέγεθος και οι καλύτεροι τρόποι προκειμένου αυτός να περιοριστεί ή να εξαλειφθεί (π.χ. με μετεγκατάσταση δραστηριοτήτων ή προσαρμογή των σχετικών πρακτικών και των ωρών κατά τις οποίες λαμβάνουν χώρα), έτσι ώστε να μην προκαλείται επιδείνωση ή υποβάθμιση για τα είδη και τους οικοτόπους που προστατεύονται στην εν λόγω περιοχή.
Το κυνήγι είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα δραστηριότητας, η συνέχιση της οποίας μπορεί να επιτραπεί σε μια περιοχή Natura 2000, αρκεί να μην επηρεάζει αρνητικά τα είδη και τους οικοτόπους που προστατεύει αυτή η περιοχή. Οι Οδηγίες για τα Πτηνά και τους Οικοτόπους αναγνωρίζουν ότι το κυνήγι είναι θεμιτό και δεν το απαγορεύουν εκ των προτέρων εντός των περιοχών Natura 2000. Αντ’ αυτού, θέτουν ένα πλαίσιο ελέγχου των κυνηγετικών δραστηριοτήτων για να διασφαλιστεί η ισορροπία ανάμεσα στο κυνήγι και στο μακροπρόθεσμο συμφέρον της διατήρησης υγιών και βιώσιμων πληθυσμών των θηρεύσιμων ειδών.

Οι άνθρωποι αναζητούν την επαφή με τη φύση για πολλούς διαφορετικούς λόγους. Πολλοί αναζητούν την ηρεμία ενός φυσικού τοπίου, κάποιοι επιθυμούν να εξερευνήσουν νέες περιοχές, ενώ άλλοι ενδιαφέρονται περισσότερο για δραστηριότητες όπως το κολύμπι, το περπάτημα, η ποδηλασία, το ψάρεμα, το κυνήγι κλπ. Ανεξαρτήτως κινήτρου, οι περιοχές Natura 2000 προσφέρουν στους ανθρώπους μια μοναδική ευκαιρία να ανακαλύψουν και να απολαύσουν την πλούσια φυσική κληρονομιά της Ευρώπης.

Αυτές οι δραστηριότητες αναψυχής είναι συμβατές με τις προβλέψεις των Οδηγιών για τα Πτηνά και τους Οικοτόπους, στο βαθμό που δεν επηρεάζουν αρνητικά τα είδη και τους οικοτόπους μιας περιοχής Natura 2000. Το «κλειδί» συχνά βρίσκεται στον ειδικό σχεδιασμό και στην ορθή χρήση των πόρων αυτής της περιοχής, ώστε να διασφαλιστεί ότι τέτοιες δραστηριότητες δεν θα καταλήξουν να καταστρέψουν αυτό ακριβώς από το οποίο εξαρτώνται.

Η διαδικασία καθιέρωσης των απαραίτητων μέτρων διατήρησης σε κάθε περιοχή Natura 2000 δεν είναι μια προαιρετική επιλογή∙ είναι υποχρεωτική για όλα τα κράτη-μέλη. Αυτό σημαίνει ότι σε κάθε περιοχή Natura 2000 πρέπει να ληφθούν και να εφαρμοστούν τα μέτρα που κρίνονται απαραίτητα.
Η εφαρμογή μέτρων διατήρησης δε σημαίνει πάντα ενεργή διαχείριση ή λήψη μέτρων αποκατάστασης, όπως π.χ. η απομάκρυνση ξενικών ειδών. Μπορεί επίσης να περιλαμβάνει τη λήψη προστατευτικών μέτρων ώστε να αποφεύγεται η όχληση κάποιου είδους κατά την περίοδο της αναπαραγωγής του.

Όχι πάντα. Πολλά εξαρτώνται από το είδος αυτών των μέτρων και από την περιοχή στην οποία εφαρμόζονται. Κάποια μέτρα δεν έχουν κόστος, ούτε συνεπάγονται μείωση εισοδήματος. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η αλλαγή της σύστασης ενός δάσους, όταν αυτό είναι οικονομικά και οικολογικά μη βιώσιμο, με την εισαγωγή νέων και πιο παραγωγικών ειδών δέντρων τα οποία να ανταποκρίνονται στη φυσική βλάστηση μιας περιοχής.
Κάποια μέτρα διατήρησης μπορούν ακόμα και να οδηγήσουν σε οικονομικό όφελος βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα (π.χ. υψηλότερο τουριστικό ενδιαφέρον, πιο φιλικές προς το περιβάλλον και λιγότερο ακριβές μέθοδοι δασοκομίας, βελτιωμένες συνθήκες εδάφους κλπ.).

Ωστόσο, αναπόφευκτα κάποια μέτρα θα έχουν κόστος, επειδή απαιτούν επιπλέον εργατικό δυναμικό για να εφαρμοστούν, επειδή απαιτούν νέες επενδύσεις σε υποδομές ή εξοπλισμό ή απλώς επειδή μειώνουν τις εμπορικές ευκαιρίες που διαθέτει ένας ιδιοκτήτης γης.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει απευθύνει αυστηρές συστάσεις, ώστε τα σχέδια διαχείρισης περιοχών Natura 2000 να περιλαμβάνουν επίσης και μια εκτίμηση για το κόστος εφαρμογής τους, αλλά και να διερευνώνται όλες οι πιθανές πηγές χρηματοδότησης σε τοπικό, εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, τόσο από δημόσιους όσο και από ιδιωτικούς πόρους. Επίσης, θα πρέπει να ερευνάται η δυνατότητα χρήσης καινοτόμων αυτοχρηματοδοτούμενων μοντέλων (π.χ. μέσα από την πώληση προϊόντων Natura 2000, τον οικολογικό τουρισμό κλπ.).

Η αποτελεσματική διαχείριση και αποκατάσταση των περιοχών του δικτύου Natura 2000 στις 28 χώρες-μέλη τη Ευρωπαϊκής Ένωσης απαιτεί σημαντικές οικονομικές επενδύσεις. Ωστόσο, η χρήση των χρηματοδοτικών εργαλείων που προσφέρει η Ε.Ε. μέχρι στιγμής παραμένει σημαντικά χαμηλότερη σε σχέση με τις οικονομικές απαιτήσεις του δικτύου Natura 2000 και καλύπτει μόνο το 20% αυτών.
Παρ’  όλα αυτά, τα κόστη αυτά σε πολύ μεγάλο βαθμό αντισταθμίζονται από τα πολλαπλά κοινωνικοοικονομικά οφέλη που απολαμβάνουν οι περιοχές που περιλαμβάνονται στο δίκτυο Natura 2000. Εκτός του κρίσιμου ρόλου που παίζουν στην προστασία της βιοποικιλότητας της Ευρώπης, οι περιοχές του δικτύου Natura 2000 προσφέρουν μια ευρεία γκάμα οικοσυστημικών ωφελημάτων και υπηρεσιών στην κοινωνία. Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες της Κομισιόν, τα οφέλη αυτά υπολογίζεται ότι είναι της τάξης των 200-300 δισεκατομμυρίων ευρώ το χρόνο.

Παρά το γεγονός ότι αυτά τα νούμερα είναι απλώς μια εκτίμηση, υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι τα κόστη διαχείρισης και προστασίας του δικτύου Natura 2000 αντιπροσωπεύουν ένα πολύ μικρό μέρος του δυνητικού οικονομικού οφέλους που μπορεί να προσφέρει το δίκτυο στην κοινωνία. Η ακριβής αναλογία κόστους-οφέλους ασφαλώς εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, αλλά όλες οι ενδείξεις συντείνουν στο ότι η καλή διαχείριση του δικτύου Natura 2000 θα ξεπληρώσει και με το παραπάνω τα κόστη που απαιτούνται για τη λειτουργία του.

Ως πανευρωπαϊκό δίκτυο, το δίκτυο Natura 2000 βασίζεται στην αρχή της αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών-μελών. Αποτελεί έναν πολύτιμο κοινό πόρο, ικανό να παρέχει πολλαπλά οφέλη στην κοινωνία και την ευρωπαϊκή οικονομία. Αλλά συνιστά παράλληλα μια κοινή ευθύνη, η οποία απαιτεί επαρκείς οικονομικές επενδύσεις προκειμένου να είναι πλήρως λειτουργικό.

Αν και η βασική ευθύνη χρηματοδότησης του δικτύου Natura 2000 ανήκει στα κράτη-μέλη, η Οδηγία για τους Οικοτόπους αναγνωρίζει την ανάγκη για μια πανευρωπαϊκής κλίμακα στήριξη της διαχείρισής του και συνδέει ρητά την αποτελεσματικότητα των μέτρω διατήρησης με την πρόβλεψη για ευρωπαϊκή συγχρηματοδότηση.

Οι απαιτήσεις διαχείρισης του δικτύου Natura 2000 έχουν ενσωματωθεί σε διάφορα χρηματοδοτικά εργαλεία της Ε.Ε., όπως τα Διαρθρωτικά Ταμεία, το Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας, το LIFE κλπ.

Αυτή η προσέγγιση επελέγη για διάφορους λόγους:

  • διασφαλίζει ότι η διαχείριση των περιοχών Natura 2000 αποτελεί μέρος των ευρύτερων χωροταξικών πολιτικών της Ε.Ε.
  • επιτρέπει στα κράτη-μέλη να ορίζουν προτεραιότητες και να αναπτύσσουν πολιτικές και μέτρα τα οποία να αντανακλούν τις εθνικές και περιφερειακές τους ιδιαιτερότητες
  • συμβάλει στην αποφυγή αλληλοεπικαλύψεων των διαφόρων χρηματοδοτικών οργάνων της Ε.Ε. και των διοικητικών περιπλοκών που συνδέονται με αυτές.

Υπάρχουν διαθέσιμες διάφορες χρηματοδοτικές δυνατότητες για την περίοδο 2014-2020 αλλά εξαρτάται από τις αρχές των κρατών-μελών αν και πως θα αξιοποιηθούν.

Προκειμένου να επιτευχθεί η καλύτερη δυνατή χρήση των ευρωπαϊκών κονδυλίων, η Κομισιόν ενθαρρύνει τα κράτη-μέλη να υιοθετήσουν μια πιο στρατηγική πολυετή προσέγγιση σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση του δικτύου Natura 2000. Αυτό γίνεται μέσα από τα Πλαίσια Δράσεων Προτεραιοτήτων, τα οποία προσδιορίζουν τις χρηματοδοτικές ανάγκες και τις στρατηγικές προτεραιότητες για το δίκτυο Natura 2000 σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο, για την περίοδο 2014-2020. Αυτά τα Πλαίσια είναι ειδικά σχεδιασμένα ώστε να διευκολύνουν την ενσωμάτωση των κατάλληλων μέτρων διατήρησης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τα δάση, στα νέα λειτουργικά προγράμματα για τα διάφορα χρηματοδοτικά εργαλεία της Ε.Ε.

Οι δύο Ευρωπαϊκές Οδηγίες προβλέπουν την προστασία κάποιων ειδών στην επικράτεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τόσο εντός όσο και εκτός των περιοχών Natura 2000, ώστε να διασφαλίζεται η προστασία τους σε όλο το εύρος του φυσικού τους χώρου εντός της Ε.Ε. Αυτό αφορά όλα τα είδη άγριων πτηνών στην Ε.Ε., καθώς και άλλα είδη που περιλαμβάνονται στα Παραρτήματα 4 και 5 της Οδηγίας για τους Οικοτόπους.
Επιπρόσθετα, τα κράτη-μέλη οφείλουν να προστατεύουν, διατηρούν ή να αποκαθιστούν την ποικιλομορφία και την έκταση των οικοτόπων για όλα τα είδη άγριων πτηνών στην ευρωπαϊκή επικράτεια. Αυτό μπορεί να απαιτεί τη λήψη μέτρων και εκτός του δικτύου Natura 2000.

ακολουθήστε μας: